Monthly Archives

October 2018

Η Ψυχολογική υποστήριξη στο Χρόνιο πόνο

By | Uncategorized | No Comments

back-pain_1-1024x573

Ο χρόνιος πόνος, σε αντίθεση με τον οξύ πόνο, χρήζει ολιστικής αντιμετώπισης από μία σειρά επιστημόνων Υγείας (Ιατρός/Αλγολόγος, Φυσικοθεραπευτής, Ψυχολόγος κ.α.). Όταν ο πόνος διαρκεί πάνω από τρείς μήνες, τότε μιλάμε για χρόνιο πόνο. Εκείνοι που συναντώνται πιο συχνά είναι οι κεφαλαλγίες, οι πόνοι της μέσης και οι αρθρίτιδες.

Συχνά η φαρμακευτική αγωγή και οι επεμβατικές θεραπείες φτάνουν έως ένα σημείο και πλέον ο ασθενής καλείται να μάθει να διαχειρίζεται και να ζει με τον πόνο. Και παρόλο που τις περισσότερες φορές υπάρχει παθολογική αιτία πόνου, τελικά ο τρόπος που ο ασθενής θα τον αντιληφθεί και θα τον βιώσει είναι υποκειμενικός και οφείλεται συχνά σε ψυχοσυναισθηματικά αίτια.

Η ψυχολογική υποστήριξη έρχεται να βοηθήσει τον ασθενή, έτσι ώστε να αποκτήσει μία ποιοτική ζωή, τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε προσωπικό/κοινωνικό επίπεδο.

Σημαντικό πρώτο βήμα είναι ο πάσχων να μάθει να ξεχωρίζει τα σήματα πόνου, από τον πόνο που τον καθιστά πραγματικά δυσλειτουργικό και να αναθεωρήσει τις σκέψεις του γύρω από τον πόνο. Ο φόβος γύρω από οποιοδήποτε ερέθισμα στο σώμα του πιθανόν να προκαλέσει άγχος, κοινωνική απομόνωση και τελικά αύξηση της έντασης του πόνου.

Δεύτερο σημαντικό βήμα αποτελεί η εκμάθηση στη σωστή αντιμετώπιση του πόνου και η άμβλυνση της αίσθησης της αβοηθητότητας. Ένα μεγάλο μέρος της διαχείρισης του πόνου επαφίεται στα χέρια του πάσχοντος. Η σωστή λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, η προγραμματισμένη επίσκεψη στον Ιατρό και η συστηματική παρακολούθηση δραστηριοτήτων/θεραπειών που βοηθούν στη μείωση του πόνου (Φυσικοθεραπεία, Γυμναστική κα) είναι σημεία που ο ασθενής συχνά αμελεί με τη σκέψη του «όλα ή τίποτα», δηλαδή «δεν έχει νόημα καμία προσπάθεια, εφόσον θα ζω με χρόνιο πόνο».

Σίγουρα η αποδοχή του πόνου στη ζωή μας είναι ένα δύσκολο σκαλοπάτι, ωστόσο όταν το ανέβει κανείς εμφανίζονται όλα εκείνα τα εργαλεία της διαχείρισης, τα οποία μέχρι τότε ίσως να μην γνωρίζαμε καν ότι υπάρχουν. Ας φροντίσουμε λοιπόν το σώμα μας και την ψυχή μας… άλλωστε αυτά τα δύο είναι ΕΝΑ.

Αναστασία Λεμονή

Ψυχολόγος, MSc Αντιμετώπιση του Πόνου

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική θεραπεία

Η μεγάλη δύναμη ενός μικρού βήματος

By | Uncategorized | No Comments

1_LiqBOxB31pJS5lTuLu_6mwΕάν κάποιος μας ρωτούσε να πούμε με το χέρι στην καρδιά, για πόσο είμαστε διατεθειμένοι να περιμένουμε μέχρι να πραγματοποιηθεί ένας στόχος μας, το πιθανότερο είναι πως θα απαντούσαμε: ούτε μια στιγμή!

Αυτή η ισχυρή επιθυμία για άμεση ικανοποίηση όσων επιδιώκουμε, συχνά μας οδηγεί σε μεγαλεπήβολα σχέδια, τα οποία απαιτούν το ίδιο μεγάλες, άμεσες και δραστικές αλλαγές. Αντίθετα όμως με όσα έχουμε δει σε κινηματογραφικές υπερπαραγωγές και διαβάσει σε λογοτεχνικά βιβλία ή σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, η επίτευξη των στόχων δεν κατορθώνεται ούτε με ριψοκίνδυνες και θεαματικές κινήσεων, αλλά ούτε και μέσω μιας αναμέτρησης με το χρόνο.

Επειδή οι θορυβώδεις επιτυχίες είναι πιο ορατές από εκείνες που έρχονται σταδιακά, αθόρυβα, με επιμονή και πειθαρχία, βρισκόμαστε συχνά αντιμέτωποι με την “πλάνη του επιζώντος”, όπως την χαρακτηρίζει ο Ρόλφ Ντομπέλλι. Ως εξωτερικοί παρατηρητές – και όχι ως μέλη – ενός συστήματος (καλλιτεχνικού, επιχειρηματικού, αθλητικού) είμαστε θύματα μιας ψευδαίσθησης. Δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο μικρή είναι η πιθανότητα μιας ξαφνικής, χωρίς κόπο και πραγματικό προγραμματισμό, επιτυχίας.

Αντίθετα με την ψευδαίσθηση αυτή, σύμφωνα με έρευνες, ο ασφαλέστερος δρόμος για την επίτευξη επαγγελματικών σχεδίων, αλλαγών σε θέματα υγείας ή διατροφής, για τη βελτίωση διαπροσωπικών σχέσεων ή την αλλαγή συνηθειών, ανοίγεται με μικρά βήματα. Αυτά, σε αντίθεση με τις μεγάλες και δραστικές αλλαγές που συχνά επιχειρούμε, δεν θα είναι εξαντλητικά. Προσαρμοσμένα στα μέτρα μας, έχουν περισσότερες πιθανότητες να πραγματοποιηθούν, δίνοντας μας πρώτα ικανοποίηση, αλλά και αυτοπεποίθηση για να συνεχίσουμε.

Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα παραπάνω, σημασία δεν έχει τόσο η ταχύτητα με την οποία προχωράμε, όσο το να μη μένουμε στάσιμοι, φροντίζοντας:

  • Να καθορίσουμε ένα στόχο, ο οποίος να είναι συγκεκριμένος.

Επίσης, να είναι  σημαντικός για εμάς, – ώστε να μην πτοηθούμε από τις οποίες  δυσκολίες συναντήσουμε κατά τη διαδρομής προς την επίτευξη του- και συμβατός με όλα τα δεδομένα της ζωή μας.

  • Να εξετάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες εναλλακτικές και να επιλέξουμε αυτές που πραγματικά ταιριάζουν σε εμάς και στον στόχο που θέσαμε.

Αυτές που μας ζητούν να κοπιάσουμε για την επίτευξη του στόχου μας, χωρίς όμως να υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας.

  • Να κάνουμε άμεσα το πρώτο μικρό βήμα προς το στόχο που καθορίσαμε. 

Να παραμερίσουμε συνήθειες, πεποιθήσεις και δικαιολογίες και να αναλάβουμε δράση. Δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή χωρίς αυτή. Η δράση είναι το εκκολαπτήριο μέσα στο οποίο οι επιθυμίες και τα όνειρα θα εξελιχθούν σε συγκεκριμένους και ώριμους στόχους.

  • Να προγραμματίσουμε την κάθε μέρα.

Ένα μικρό βήμα τη μέρα έχει περισσότερη δύναμη από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Επειδή το κάθε μικρό βήμα, ακολουθεί το προηγούμενο και προηγείται του επόμενου!

  • Να επιλέξουμε έξυπνα βήματα.

Βήματα δηλαδή, τα οποία αξιοποιούν όλα τα μέσα και το δυναμικό, που τη συγκεκριμένη στιγμή διαθέτουμε (εμπειρία, δεξιότητες, πληροφορίες, γνωριμίες, πόρους). Συγχρόνως όμως, δεν μας εκθέτουν  στον κίνδυνο του να μην μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στο όποιο κόστος μπορεί να συνεπάγεται η αδυναμία επίτευξης του στόχου μας.

  • Να αναστοχαστούμε πρίν συνεχίσουμε, πάνω σε όσα μάθαμε από τα πρώτα μικρά βήματα. 

Οι συνθήκες και τα δεδομένα γύρω μας δε μένουν σταθερά, αλλά αλλάζουν διαρκώς. Παρακολουθούμε τις αλλαγές, αξιολογούμε, προσαρμοζόμαστε  και επανατοποθετούμαστε. Δεν παραλείπουμε να θέτουμε συχνά ερωτήματα, που μας βοηθούν να αξιολογήσουμε την πορεία μας:   εξακολουθούν να συμβαδίζουν οι ενέργειες μας με το στόχο που θέσαμε; Υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να το προσεγγίσουμε  διαφορετικά; Έχουμε δεσμευτεί αρκετά σε αυτόν; Αποτελεί ακόμη ο συγκεκριμενος στοχος προτεραιότητα μας;

  • Συνεχίστε με το επόμενο μικρό βήμα.

Τα μικρα βήματα, λένε, ειναι αυτά που χαράζουν το μονοπάτι που τελικά οδηγεί στην κορυφή του βουνού.

Επιβραβεύστε τον εαυτό σας, για την απόσταση που έχετε ήδη καλύψει προς την επίτευξη του στόχου σας και συνεχίστε με μικρά, σταθερά βήματα μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Ελίνα Παυλάκη

Σύμβουλος επικοινωνίας , Personal & Executive coach , Μέλος του ICF

*Just Start: Take Action, Embrace Uncertainty, Create the Future, Leonard A. Schlesinger (2012), Harvard Business School Publishing Corporation.

*Η τέχνη της καθαρής σκέψης, Ρόλφ Ντομπέλλι: (2013), Εκδόσεις Πατάκη.

Κατάθλιψη (Μείζων Καταθλιπτικό Επεισόδιο): Διάγνωση και Θεραπεία

By | Uncategorized | No Comments

16f8cace61a96a6947389fa2dd877701_L

Η κατάθλιψη (ή μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο) παρουσιάζει υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας. Πολλά από τα άτομα που νοσούν από κατάθλιψη παρουσιάζουν αυτοκτονικό ιδεασμό, διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις και μειωμένη λειτουργικότητα. Από πρόσφατες μελέτες, 7.6% του παγκόσμιου πληθυσμού έπασχε από κατάθλιψη η οποία ήταν πιο συχνή στις γυναίκες. Με την σωστή θεραπεία ,στο μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που νοσεί από μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο (70-80%) μπορεί να επιτευχθεί ύφεση της συμπτωματολογίας.

Στους περισσότερους ασθενείς με κατάθλιψη, δεν επηρεάζεται η εξωτερική εμφάνιση. Ωστόσο, στα άτομα με σοβαρή συμπτωματολογία μπορεί να επηρεασθεί η εξωτερική εμφάνιση αλλά και η προσωπική τους υγιεινή όπως να υπάρξει και αλλαγή στο σωματικό βάρος. Μπορούν επίσης να παρουσιάζουν ψυχοκινητική επιβράδυνση (ή διέγερση) και μείωση της συναισθηματικής έκφρασης (μείωση της δόνησης του συναισθήματος). Συγκεκριμένα, για να τεθεί η διάγνωση πρέπει για τουλάχιστον 2 εβδομάδες να εμφανίζουν τουλάχιστον 5 από τα παρακάτω συμπτώματα: Kαταθλιπτική διάθεση, μειωμένη όρεξη για φαγητό με συνοδό απώλεια βάρους, απώλεια ευχαρίστησης (ανηδονία), ψυχοκινητική επιβράδυνση (ή διέγερση), ιδέες αυτομομφής ή/και αναξιότητας, διάσπαση συγκέντρωσης και προσοχής, διαταραχές ύπνου, μειωμένη λειτουργικότητα, ευχές θανάτου ή/και αυτοκτονικό ιδεασμό.

Στην φαρμακευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης χρησιμοποιούνται ως πρώτη επιλογή τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά (SSRI/SNRI) και ως δεύτερης γραμμής τα παλαιότερα αντικαταθλιπτικά (TCA,MAO). Στις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα έχουν η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (CBT) και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία (IPT).

Βασίλης Σιαπέρας

Ψυχίατρος

Μητρότητα και ψυχική υγεία

By | Uncategorized | No Comments

blues_h

Η είδηση του ερχομού ενός παιδιού σε μία οικογένεια παραδοσιακά αναμένεται να φέρει χαρά στους γονείς. Οι γονείς, και κυρίως η μητέρα, «οφείλουν» να νιώσουν τυχεροί και ευτυχισμένοι. Συνήθως, ο κοινωνικός περίγυρος της εγκύου αρνείται να δεχθεί ότι ο ερχομός ενός παιδιού μπορεί να γεννήσει, πέρα από τα θετικά, και αρνητικά συναισθήματα σε μία γυναίκα. Στην περίπτωση που η μητέρα εκμυστηρευθεί τα αρνητικά συναισθήματα και τους προβληματισμούς της σε συγγενείς ή φίλους συνήθως λαμβάνει απαντήσεις όπως: «εσύ θα έπρεπε να είσαι ευτυχισμένη», «είσαι τυχερή που θα γίνεις μαμά, τι λόγο έχεις να στενοχωριέσαι», κ.α. Έτσι η έγκυος και η νέα μητέρα δεν μπορούν να μοιραστούν το συναισθηματικό φορτίο που τις βαραίνει. Κάποιες φορές μάλιστα νιώθουν και οι ίδιες ότι δεν έχουν δικαίωμα να αισθάνονται θλίψη, απογοήτευση, άγχος και φόβο, αφού όλοι περιμένουν από αυτές να βιώνουν την απόλυτη ευτυχία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την παραμέληση της ψυχικής υγείας της γυναίκας.

Η αλήθεια όμως είναι πως η εγκυμοσύνη αποτελεί μία εξαιρετικά στρεσογόνο κατάσταση για την γυναίκα. Στην κλίμακα «Holmes-Rahe Stress Inventory» κατατάσσεται δωδέκατη από 43 στρεσογόνα γεγονότα, που μπορούν να συμβούν στην ζωή ενός ανθρώπου. Η περιγεννητική περίοδος εκτείνεται από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι και την ολοκλήρωση του πρώτου έτους της ζωής του βρέφους. Σε αυτό το χρονικό διάστημα συμβαίνουν τεράστιες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της ζωής της γυναίκας. Όπως είναι φυσιολογικό, κάτι τέτοιο επηρεάζει και την ψυχική υγεία της εγκύου. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει μία μητέρα για τον ρόλο τον οποίο θα κληθεί να αναλάβει. Οι περισσότερες νέες μητέρες βιώνουν αισθήματα μοναξιάς, απώλειας της προηγούμενης ζωής τους, φόβου, αγωνίας, ματαίωσης, αναξιότητας και ενοχής.

Σύμφωνα με το National Institute for Health and Care Excellence (NICE), οι καταθλιπτικές και οι αγχώδεις διαταραχές είναι τα πιο κοινά προβλήματα ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με περίπου το 12% των γυναικών να πάσχουν από κατάθλιψη και το 13% να αντιμετωπίζουν κάποια στιγμή άγχος. Πολλές γυναίκες θα βιώσουν και τα δύο. Η κατάθλιψη και το άγχος επηρεάζουν επίσης το 15-20% των γυναικών κατά το πρώτο έτος μετά τον τοκετό. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της επιλόχειας περιόδου, διάφορες διαταραχές, όπως διαταραχή πανικού, διαταραχή γενικευμένου άγχους, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, μετατραυματική διαταραχή στρες και τοκοφοβία (ακραίος φόβος για τοκετό), μπορεί να παρουσιαστούν μόνα τους ή να συνυπάρχουν με την κατάθλιψη. Ακόμη πιο σοβαρές διαταραχές είναι η διπολική διαταραχή και η επιλόχεια ψύχωση, η οποία μπορεί να επανεμφανιστεί ή να επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και την επιλόχεια περίοδο. Η επιλόχεια ψύχωση επηρεάζει 1 με 2 στις 1000 γυναίκες. Αν και η ανταπόκριση στη θεραπεία που αφορά στα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι καλή, τα προβλήματα αυτά συχνά δεν αναγνωρίζονται και δεν θεραπεύονται κατά την εγκυμοσύνη και την επιλόχεια περίοδο εξαιτίας των ταμπού που επικρατούν. Αν δεν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά όμως, οι γυναίκες μπορεί να συνεχίσουν να εμφανίζουν συμπτώματα, μερικές φορές για πολλά χρόνια, τα οποία θα επηρεάσουν τόσο τα παιδιά τους όσο και άλλα μέλη της οικογένειας. Το Center Of Perinatal Excellence (COPE) προτείνει να γίνεται ο πρώτος έλεγχος της ψυχικής υγείας της γυναίκας όσο το δυνατόν νωρίτερα κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης και να επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά κατά την διάρκεια της προ-γεννητικής περιόδου. Επίσης, θα πρέπει να γίνεται ένας έλεγχος στις 6-12 εβδομάδες μετά την γέννηση του μωρού και ξανά μέσα στο πρώτο έτος της επιλόχειας περιόδου.

Φυσικά δεν πρέπει να θεωρείται ότι κάθε αλλαγή στη διάθεση της εγκύου ή της λεχωίδας συνιστά εμφάνιση κάποιας ψυχικής διαταραχής, καθώς κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και της επιλόχειας περιόδου συμβαίνουν σημαντικότατες αλλαγές στην ζωή μίας γυναίκας, όπως και αξιοσημείωτες αλλαγές σε επίπεδο ορμονών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «λοχειακή δυσφορία» (post-partum blues), η οποία επηρεάζει τα 3/4 των γυναικών, που αποκτούν παιδί. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αστάθεια στο συναίσθημα, κλάμα, ευσυγκινησία, ευερεθιστότητα, καταθλιπτική διάθεση, αϋπνία, σκέψεις ασθένειας και αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητά της μητέρας να αντεπεξέλθει στον ρόλο της μητέρας. Ως αιτία εμφάνισης της λοχειακής δυσφορίας θεωρείται η απότομη πτώση της προγεστερόνης και των οιστρογόνων, καθώς και του νατρίου μετά την εγκυμοσύνη. Τα συμπτώματα της λοχειακής δυσφορίας εμφανίζονται συνήθως την πρώτη εβδομάδα μετά τον τοκετό, κορυφώνονται την 4η με 5η ημέρα και αποδράμουν μετά την 10η ημέρα. Δεν απαιτείται ειδική παρέμβαση καθώς αποτελεί μία αυτοπεριοριζόμενη κατάσταση. Η καθησύχαση, η επίδειξη ειλικρινούς ενδιαφέροντος και η προγεννητική εκπαίδευση των γονέων βοηθούν να ξεπεραστεί η συγκεκριμένη κατάσταση. Σε περίπτωση που τα συμπτώματα επιμένουν για περισσότερο από δύο εβδομάδες απαιτείται επίσκεψη σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο, αφού υπάρχει πιθανότητα μετάπτωσης των συμπτωμάτων σε κατάθλιψη.

Συνήθως οι γυναικολόγοι-μαιευτήρες είναι ευαισθητοποιημένοι σε θέματα ψυχικής υγείας και μπορούν να κατευθύνουν μία γυναίκα σε έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Σε κάθε περίπτωση, όταν μία έγκυος ή μία νέα μητέρα νιώσει την ανάγκη να συμβουλευθεί κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας σχετικά με θέματα που αφορούν την ψυχική της υγεία θα πρέπει να το πράξει άμεσα καθώς η έγκαιρη αναγνώριση ψυχοπαθολογικής συμπτωματολογίας και η κατάλληλη αντιμετώπιση αυτής μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής της ίδιας και του παιδιού προλαμβάνοντας σοβαρές και μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Πηγές:-     Center of Perinatal Excellence (2017), “Mental Health Care in the Perinatal Period Australian Clinical Practice Guideline” Commonwealth of Australia as represented by the Department of Health

  • National Institute for Health and Clinical Excellence. (2014), “Antenatal and postnatal mental health: clinical management and service guidance”. The British Psychological Society and the Royal College of Physicians and National Institute for Health and Clinical Excellence.
  • Παπαδημητρίου, Γ.Ν., Λιάπας, Ι.Α., Λύκουρας, Ε. (2013) «Σύγχρονη Ψυχιατρική», Εκδόσεις Βήτα, Αθήνα, σελ. 489-497
  • https://www.stress.org/holmes-rahe-stress-inventory/

Ανδρουτσάκος Ιωάννης

Ψυχολόγος, MSc

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία

Θεραπευτική σχέση: Μια σχέση απαραίτητη για την πορεία της θεραπείας

By | Uncategorized | No Comments

θεραπευτική σχεση

Είναι γενικά παραδεκτό πως δε νοείται θεραπεία χωρίς την ύπαρξη μιας σχέσης. Μιας σχέσης ‘ζωής’ ανάμεσα στον θεραπευτή[1] και τον θεραπευόμενο[2] που οφείλει να πληροί τις απαραίτητες προδιαγραφές για να χαρακτηριστεί θεραπευτική. Η θεραπευτική σχέση[3] αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό κάθε θεραπευτικής διαδικασίας. Η σημασία της έχει υπογραμμιστεί από τον πατέρα της ψυχανάλυσης, Sigmund Freud, το 1912, ο οποίος την ανήγαγε σε μια φιλική έκφραση στοργής και κατανόησης προς το πρόσωπο του θεραπευόμενου. Η αξία της θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις παράγοντες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν μελετητές της επιστήμης της ψυχολογίας: στον δεσμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο άτομα, στους στόχους που τίθενται από κοινού και στις θεραπευτικές δραστηριότητες που θα οδηγήσουν στην υλοποίηση των στόχων. Η βιβλιογραφία, παράλληλα, αναφέρει πως η προσωπικότητα του θεραπευτή, τα προβλήματα/αιτήματα του θεραπευόμενου, και κυρίως η φύση της εκάστοτε διαταραχής, ‘ευθύνονται’ για την ύπαρξη, ή μη, της θεραπευτικής σχέσης αλλά και την ποιότητά της.

Ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση μιας αποτελεσματικής θεραπευτικής σχέσης θεωρούνται η ενσυναίσθηση και η κατανόηση του θεραπευόμενου, ο σεβασμός και η αποδοχή της μοναδικότητας του, καθώς και το ‘συναισθηματικό δέσιμο’ που φανερώνει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του θεραπευτή. Ποικίλες έρευνες αναφέρουν πως οι παραπάνω προϋποθέσεις συνδυαστικά με την αρμονική συνεργασία, την ενεργό συμμετοχή, την ποιοτική επικοινωνία και γενικά τη συνολική πορεία της θεραπείας, εξασφαλίζουν τα μέγιστα αποτελέσματα ως προς την ανακούφιση του θεραπευόμενου και την επίτευξη των στόχων της θεραπείας. Ως επιπρόσθετα συστατικά της θεραπευτικής σχέσης ορίζονται η συμφωνία για τα καθήκοντα και η ανάπτυξη μιας αμοιβαίας προσωπικής δέσμευσης.

Ειδικοί του χώρου επισημαίνουν τρία είδη ‘αναλγητικών’: την προστασία της αυτοεκτίμησης και της τραυματισμένης εικόνας του θεραπευόμενου, τον βαθμό κατανόησης και αποδοχής της αλήθειας του ίδιου του θεραπευόμενου, και τέλος, την προσφορά μιας ελπιδοφόρας προοπτικής. Σαφέστατα, λοιπόν, υποστηρίζεται πως όταν ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο αναπτύσσεται μια καλή θεραπευτική συμμαχία, η έκβαση της θεραπείας και τα αποτελέσματά της μόνο θετικά μπορεί να είναι, δεδομένου ότι η ίδια η σχέση σηματοδοτεί τον τρόπο με τον οποίο (συ)σχετίζονται ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος ώστε ο τελευταίος να επωφεληθεί των αποτελεσμάτων της.

Δεδομένου ότι δεν πρόκειται για μια στατική διεργασία, η θεραπευτική σχέση διακρίνεται σε δύο τύπους: τη ‘‘συμμαχία τύπου 1’’, όπου ενυπάρχουν τα θετικά συναισθήματα που εισπράττει ο θεραπευόμενος και τη ‘‘συμμαχία τύπου 2’’, η όποια που στηρίζεται στην αμοιβαία δέσμευση, με απώτερο πάντα σκοπό το αίσθημα της  συνεχούς βελτίωσης του θεραπευόμενου. Γίνεται, επομένως, σαφές πως η θεραπευτική σχέση, οφείλει να εμπεριέχει εμπιστευτικότητα, εξηγήσεις, μέθοδο, ελπίδα, αποφόρτιση, τόνωση της αυτοεικόνας και της αυτοεκτίμησης του θεραπευόμενου, εξασφαλίζοντας την επιτυχία.

Κλείνοντας, θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει τη θεραπευτική συμμαχία με τη χειρουργική αναισθησία. Το άτομο υποβάλλεται σε ‘αναισθησία’, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον γιατρό. Αντίστοιχα, για τη θεραπεία του θεραπευόμενου απαιτείται η εδραίωση μιας θεραπευτικής σχέσης, μιας σχέσης εμπιστοσύνης προς τον θεραπευτή που όχι μόνο εδραιώνεται λόγω του επαγγελματικού απορρήτου που τον διακρίνει, αλλά κυρίως γιατί τα θεμέλιά της βασίζονται στο ανιδιοτελές ενδιαφέρον και νοιάξιμο που ο τελευταίος εκφράζει απέναντι στο πρόσωπο του θεραπευόμενου που σταδιακά… αποκαλύπτει… και αποκαλύπτεται. Η εξέλιξη της θεραπείας και η ικανοποίηση των αναγκών του θεραπευόμενου, δυνητικά καθορίζουν και την αποπεράτωση της θεραπευτικής σχέσης.

[1] Με τον όρο θεραπευτής θα εννοείται εφεξής και ο όρος θεραπεύτρια.

[2] Με τον όρο θεραπευόμενος θα εννοείται εφεξής και ο όρος θεραπευόμενη.

[3] Αν και ορισμένοι τείνουν να διαχωρίζουν τον όρο θεραπευτική σχέση από τον όρο θεραπευτική συμμαχία, στο παρόν κείμενο θα θεωρηθεί παρόμοιος, για λόγους συντομίας του άρθρου, και όχι ταυτόσημος.

Κατερίνα Λεβάκη,

Ψυχολόγος

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία

Διδάκτωρ Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης