Monthly Archives

December 2018

Ψυχική Ανθεκτικότητα

By | Uncategorized | No Comments

eikona arthro 2 androutsakos

Κρίσιμα ψυχοπιεστικά γεγονότα μπορούν να συμβούν και συμβαίνουν καθημερινά στις ζωές πολλών ανθρώπων. Εξαρτώμενα από την ένταση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια του γεγονότος, τα συμπτώματα του στρες μπορεί να επιμείνουν για πολύ καιρό μετά το τέλος της κρίσης. Θλίψη, ευερεθιστότητα, ενοχή και αίσθηση έντασης μπορούν να είναι κάποια από τα συμπτώματα. Για παράδειγμα, σε ξαφνικά και απρόσμενα γεγονότα η βίωση δυσπιστίας και συναισθηματικού μουδιάσματος θεωρούνται συνηθισμένες αντιδράσεις (1). Γιατί όμως κάποιοι άνθρωποι, μετά από ένα τέτοιο γεγονός, εμφανίζουν κάποια ψυχική διαταραχή, κάποιοι άλλοι απλώς συμπτώματα τα οποία αποδράμουν με το πέρασμα του χρόνου, ενώ κάποιοι άλλοι επιστρέφουν στην καθημερινότητά τους χωρίς να έχουν επηρεαστεί;

Η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας

Η μελέτη των κινδύνων και της ανθεκτικότητας ξεπήδησε από την παρατήρηση ότι ορισμένα άτομα που εκτίθενται σε αντιξοότητες, επιτυγχάνουν θετικά αποτελέσματα (2). Η Ανθεκτικότητα έχει οριστεί ως η «άνθηση παρά τις αντιξοότητες» (3) και ως το σύνολο των παραγόντων που προστατεύει κατά την έκθεση και μειώνει την επίδραση των στρεσογόνων παραγόντων (4). Επίσης, ως η ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει φυσιολογικά αναπτυξιακά επιτεύγματα παρά την ύπαρξη κοινωνικών και περιβαλλοντικών αντιξοοτήτων (5). Γενικά έχουν δοθεί αρκετοί ορισμοί, ώστε να περιγραφεί η ψυχική ανθεκτικότητα, αλλά δύο είναι οι κυριότεροι. Ο πρώτος, του Luther και των συνεργατών του ορίζει την ψυχική ανθεκτικότητα ως μια δυναμική διεργασία που περιλαμβάνει θετική προσαρμογή εντός του πλαισίου σημαντικής αντιξοότητας (6). Ο δεύτερος ορισμός είναι αυτός της Masten, σύμφωνα με τον οποίο η ψυχική ανθεκτικότητα είναι ένα σύνολο διεργασιών που οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα, παρά την ύπαρξη σημαντικών απειλών (7). Τα κοινά σημεία των δύο ορισμών είναι α. η ύπαρξη απειλής και β. η θετική προσαρμογή στο στρες. Η ψυχική ανθεκτικότητα (resilience) δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις έννοιες της σκληρότητας (hardiness), της ανθεκτικότητας του εγώ (ego resiliency) και της μετατραυματικής ανάπτυξης (post-traumatic growth). Κάποιοι από τους παράγοντες οι οποίοι συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας είναι μεταξύ άλλων: η αισιοδοξία, οι αποτελεσματικές στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων, οι αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης ψυχοπιεστικών καταστάσεων, η πίστη, η ύπαρξη νοήματος ζωής, η αυτό-αποτελεσματικότητα, η ελπίδα, οι στενές σχέσεις και η ενσυναίσθηση (8). Τα στοιχεία που συμβάλλουν στην αύξηση της ψυχικής ανθεκτικότητας έχουν ομαδοποιηθεί σε  παράγοντες που σχετίζονται με: α. το άτομο, β. την οικογένεια και γ. το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Οι Tugade & Fredrickson, (9) ανέπτυξαν μία θεωρία για την ανθεκτικότητα η οποία βασίζεται στους παράγοντες που σχετίζονται με την ύπαρξη θετικών αποτελεσμάτων μετά την έκθεση σε στρεσογόνες καταστάσεις. Η ανθεκτικότητα γίνεται συχνά αντιληπτή ως το ένα άκρο ενός συνεχούς με την ευπάθεια στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής διαταραχής στο άλλο (10). Τα ψυχικά ανθεκτικά άτομα συνηθίζουν να επικεντρώνουν στην θετική πλευρά μίας κατάστασης (11). Η ανθεκτικότητα δεν είναι η απλή επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση μετά από στρεσογόνα γεγονότα, αλλά μάλλον θα πρέπει να θεωρείται ως θετική ανάπτυξη ή προσαρμογή μετά από τέτοια γεγονότα (12). Σύμφωνα με τον Zautra (13) εντοπίζονται δύο βασικές πτυχές της ανθεκτικότητας: η ανάκαμψη και η βιωσιμότητα. Ανάκαμψη είναι η ικανότητα να ανακτήσει κάποιος την λειτουργικότητά του μετά από ένα στρεσσογόνο ή τραυματικό γεγονός. Για κάποιους, αγχογόνες εμπειρίες μπορεί να οδηγήσουν σε ευκαιρίες ανάπτυξης και της μάθησης που αυξάνουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις. Βιωσιμότητα είναι η ικανότητα να υπομένει και να εμμένει σε όλη προκλήσεις της ζωής. Η ανθεκτικότητα διευκολύνει την προσαρμογή και τα ανθεκτικά άτομα είναι σε θέση να προσδιορίσουν τι είναι αγχωτικό και να εκτιμήσουν ρεαλιστικά την ικανότητα δράσης τους, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα (14).

Ερευνητικά Δεδομένα

Η ψυχική ανθεκτικότητα σχετίζεται με ευνοϊκή έκβαση της θεραπείας σε ασθενείς με κατάθλιψη ή / και αγχώδεις διαταραχές (15) ενώ δρα και ως αντισταθμιστικός και προστατευτικός παράγοντας για συμπτώματα κατάθλιψης (16). Επίσης, έρευνα των Connor και Davidson (17) έδειξε ότι άτομα με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, είχαν χαμηλότερη βαθμολογία στην ανθεκτικότητα σε σύγκριση με υγιή άτομα. Η ψυχική ανθεκτικότητα έχει θετική συσχέτιση με την ψυχολογική ευεξία και αρνητική συσχέτιση με την  κατάθλιψη και το άγχος (18) τόσο σε υγιή άτομα όσο και σε άτομα με καρκίνο του αίματος (19). Σε άτομα της τρίτης ηλικίας υψηλότερη ανθεκτικότητα προβλέπει μεγαλύτερη ευτυχία, χαμηλότερη κατάθλιψη, και μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή (20). Φαίνεται ότι η χαμηλή ανθεκτικότητα σχετίζεται με υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών (21). Η ψυχική ανθεκτικότητα στην απώλεια εργασίας φαίνεται να αποφασίζεται από γεγονότα νωρίς στη ζωή του ατόμου (22) ενώ τα παιδιά που γενικά είχαν χαμηλότερα επίπεδα των ψυχολογικών πόρων στην παιδική ηλικία τείνουν να είναι λιγότερο ανθεκτικά στις οικονομικές κρίσεις στο μέλλον (23). Μια σειρά από μελέτες, έχουν δείξει ότι η καλή σχέση γονέα-παιδιού είναι ένα από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την ανάπτυξη ψυχικής ανθεκτικότητας στην ενήλικη ζωή (24). Οι Mak, Ng & Wong, (25) τόνισαν ότι η ανάπτυξη της ανθεκτικότητας σχετίζεται με την ικανοποίηση από τη ζωή και ότι η ενίσχυση των θετικών γνωσιών είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της ανθεκτικότητας και της ευημερίας.

Ανδρουτσάκος Ιωάννης

Ψυχολόγος, MSc

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία

Βιβλιογραφία:

  1. Richard G. Tedeschi and Lawrence G. Calhoun (2004) Posttraumatic Growth: Conceptual Foundations and Empirical Evidence, Psychological Inquiry 2004, Vol. 15, No. 1, 1–18
  2. Yates T.M., Masten, AS (2004), Fostering the Future: Resilience Theory and the Practice of Positive Psychology, in P.A. Linley & S. Joseph (Eds.) Positive Psychology in Practice. Hoboken, NJ: Wiley.
  3. Hildon, Z., Montgomery, S.M., Blane, D., Wiggins, R.D., & Netuveli, G. (2010). Examining resilience of quality of life in the face of health-related and psychosocial adversity at older ages: What is “right” about the way we age? Gerontologist, 50, 3647.
  4. Almeida, D.M. (2005). Resilience and vulnerability to daily stressors assessed via diary methods. Current Directions in Psychological Science, 14, 62_68.
  5. Carver, C. S. (1998). Resilience and thriving: Issues, models, and linkages. Journal of Social Issues, 54, 245-266.
  6. Luthar, SS, Cicchetti, D, Becker, B. The construct of resilience: a critical evaluation and guidelines for future work. Child Development 2000; 71(3), 543-562
  7. Masten, A. S. (2001). Ordinary magic: Resilience processes in development. American Psychologist, 56, 227–238. doi:10.1037/0003-066X.56.3.227
  8. Masten, A. S., & Reed, M. G. J. (2002). Resilience in development. In C. R. Snyder & S. J. Lopez (Eds.), Handbook of positive psychology (pp. 74–88). New York, NY: Oxford University Press.
  9. Tugade, M. M., & Fredrickson, B. L. (2004). Resilient individuals use positive emotions to bounce back from nagative emotional experiences. Journal of Personality and Social Psychology, 86, 320-333
  10. Goldberg, D. P. (1972). The detection of psychiatric illness by questionnaire. Maudsley Monograph, 21, Oxford: Oxford University Press.
  11. Druss RG & Douglas CJ (1988) Adaptive responses to illness and disability: health denial. General Hospital Psychiatry 10, 163–168.
  12. Richardson, G. E., & Waite, P. J. (2002). Mental health promotion through resilience and resiliency education. International Journal of Emergency Mental Health, 4, 65−75.
  13. Zautra, A.J. (2009). Resilience: One part recovery, two parts sustainability. Journal of Personality, 77, 19351943.
  14. Caplan G (1990) Loss, stress, and mental health. Community Mental Health Journal 26, 27–48.
  15. Jung-Ah Min, Jeong Jin Yu, Chang Uk Lee, Jeong-Ho Chae, (2013), Cognitive emotion regulation strategies contributing to resilience in patients with depression and/or anxiety disorders, Comprehensive Psychiatry 54 (2013) 1190–1197
  16. Goldstein, A., Faulkner, B., Wekerle, C., (2013), The relationship among internal resilience, smoking, alcohol use, and depression symptoms in emerging adults transitioning out of child welfare, Child Abuse & Neglect 37 (2013) 22– 32
  17. Connor, K. M., & Zhang, W. (2006). Recent advances in the understanding and treatment of anxiety disorders. Resilience: Determinants, measurement, and treatment responsiveness. CNS Spectrums, 11, 5−12.
  18. Haddadi, P. Besharat, M.A. (2010), Resilience, vulnerability and mental health, Procedia Social and Behavioral Sciences 5 (2010) 639–642
  19. Wang, Zi-Yue, Meng-Shi, Li-Liu, Wang Lie, (2016) Exploring correlations between positive psychological resources and symptoms of psychological distress among hematological cancer patients: a cross-sectional study, Psychology, Health & Medicine, 21:5, 571-582, DOI: 10.1080/13548506.2015.1127396
  20. Smith, J.L., Hollinger-Smith, L. (2015), Savoring, resilience, and psychological well-being in older adults, Aging & Mental Health, 19:3, 192-200, DOI:10.1080/13607863.2014.986647
  21. Roy, A., Sarchiapone, M., Carli, V. (2007) Low Resilience in Suicide Attempters, Archives of Suicide Research, 11:265–269.
  22. Powdthavee, N. (2014) What childhood characteristics predict psychological resilience to economic shocks in adulthood?, Journal of Economic Psychology 45 (2014) 84–101
  23. Graham, L., & Oswald, A. J. (2010). Hedonic capital, resilience and adaptation. Journal of Economic Behavior & Organization, 76, 372–384.
  24. Masten, A. S., Best, K. M., & Garmezy, N. (1990). Resilience and development: Contributions from the study of children who overcome adversity. Development and Psychopathology, 2, 425–444.
  25. Mak WWS, Ng ISW, Wong CCY (2011). Resilience: Enhancing wellbeing through the positive cognitive triad. J Counsel Psychol; 58: 610-7.

 

Ψυχικές… Σωματικές νόσοι… Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος;

By | Uncategorized | No Comments

psychosomatic-disease

Η ψυχική ασθένεια είναι ένα μοτίβο σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς που επιφέρει δυσκολίες στον ψυχισμό του ατόμου ενώ δεν είναι κοινωνικά ή αναπτυξιακά καθορισμένη. Η εκάστοτε ψυχική ασθένεια, άσχετα από τη φύση και την έκφρασή της, παρεμποδίζει τη λειτουργικότητα του ατόμου σε προσωπικό, επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο. Από την άλλη, η σωματική νόσος αναφέρεται στην άμεση αντίδραση του οργανισμού απέναντι στους εξωγενείς παράγοντες που πλήττουν τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου. Το σώμα δέχεται ένα χτύπημα, ένα πλήγμα που η έκφρασή του αποτυπώνεται.

Προκύπτουν, λοιπόν, εύλογα τα ερωτήματα∙ υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ψυχικής και της σωματικής ασθένειας; Ποια ασθένεια επηρεάζει ποια; Ο Καρτέσιος, ‘διχοτομεί’ τον άνθρωπο σε σώμα και ψυχή. Ο Ιπποκράτης από την άλλη, ο Πατέρας της Ιατρικής, μιλά για ολιστική θεώρηση του ατόμου. Μια θεώρηση που συνδέει το σώμα και την ψυχή τόσο άρρηκτα μεταξύ τους πρεσβεύοντας πως όταν το σώμα νοσεί, νοσεί και η ψυχή.

Η σωματοποίηση που συνδέεται με τις ψυχιατρικές ασθένειες περιγράφεται ως η προσπάθεια να εκφραστεί η ψυχική δυσφορία διαμέσου του σώματος [1,2]. Η ένδειξη του σωματικού πόνου μπορεί ωστόσο να κρύβει μια ψυχική διαταραχή, όπου λόγω της προσοχής στο έκδηλο σύμπτωμα του σώματος, να αργεί η θεραπεία της. Η σωματοποίηση, αν και τα όριά της δεν είναι σαφώς καθορισμένα, δείχνει να σχετίζεται με πλήθος ψυχικών ασθενειών, με πρωτεύουσες την κατάθλιψη, τα καρδιαγγειακά και το άγχος [3,4]. Επιστημονικά ευρήματα δείχνουν ότι σωματικές ενοχλήσεις, όπως οι συχνοί πονοκέφαλοι, οι πόνοι στο στομάχι και στο στήθος μπορεί να οδηγήσουν το άτομο να εμφανίσει καταθλιπτικά συμπτώματα, κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως ‘συγκαλυμμένη κατάθλιψη’ [3]. Γίνεται λόγος, λοιπόν, για συννοσηρότητα (comorbidity) η οποία αφορά στην ευαλωτότητα της προσωπικότητας, στο σύνολό της [5]. Δεδομένων αυτών των διαπιστώσεων, οι ειδικοί στον χώρο της ψυχικής υγείας στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τη σύνδεση αυτή, κάνουν λόγο για το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο.

Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο στηρίζεται στη φιλοσοφία ότι ο τρόπος κατανόησης της νόσου πηγάζει αλλά και επηρεάζεται από πολλαπλά επίπεδα μέσα στα οποία λειτουργεί το άτομο∙ βιολογικά, κοινωνικά, ψυχολογικά. Πρώτος ο Meyer αρχίζει να δίνει σημασία στο ψυχοβιολογικό ιστορικό του ασθενούς και να θεωρεί ότι οι ψυχιατρικές καταστάσεις τις οποίες βιώνει ενδέχεται να είναι απόρροια βιολογικών προδιαθέσεων. Το μοντέλο αυτό έχει τις ρίζες του στην ιατρική αντίληψη του Ιπποκράτη όπου το πάσχον άτομο αντιμετωπίζεται ολιστικά. Η ασθένεια αντιμετωπίζεται ως έκφραση ενός συμπτώματος που δεν έχει γραμμική πορεία. Αντίθετα, η πορεία και η απάντηση είναι σύνθετη, πολύπλοκη και γι’ αυτό η αντιμετώπισή της απαιτεί την παρουσία διεπιστημονικής ομάδας ειδικών καθώς και την άμεση εμπλοκή του ίδιου του πάσχοντα.

Η εμφάνιση μιας ψυχικής διαταραχής, επομένως, είναι πολυπαραγοντική, πολυεπίπεδη, φασματική, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη λειτουργία. Ποικίλοι παράγοντες επιβαρύνουν αρνητικά την υγεία και η απαντητικότητα του οργανισμού δεν είναι πάντα θετική όταν συντρέχουν και άλλοι κοινωνικοί ή/και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Έτσι δημιουργείται «ο φαύλος κύκλος της κακής υγείας» [6].

Μέσω αυτών των παραγόντων η διάγνωση, η πορεία καθώς και η θεραπεία της ασθένειας ή/και η πρόληψη, δεν μένουν ανεπηρέαστες. Κάθε διεργασία επηρεάζει ή/και επηρεάζεται μέσα από την αλληλεπίδραση αυτή, με αποτέλεσμα ο ασθενής να διαφεύγει από τον ρόλο του θύματος και να αποκτά ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση της ασθένειάς του [7]. Η νόσος, επομένως, δεν αρχίζει ούτε και τελειώνει σε ένα μόνο σύμπτωμα αλλά αποτελεί συνάρτηση βιολογικών, κοινωνικών και ψυχολογικών παραμέτρων, καταλήγοντας στο ότι το βιοϊατρικό πρότυπο είναι υποσύστημα του βιοψυχοκοινωνικού. Η επικεντρωμένη στο άτομο διάγνωση (person–centered diagnosis) μέσω του βιοψυχοκοινωνικού προτύπου συνδέει την επιστήμη με τον άνθρωπο, τον ασθενή με την οικογένειά του κάνοντας έτσι πιο αποτελεσματική τη θεραπεία [8].

Ο Ιπποκράτης, τελικά, και πάλι επιβεβαιώνεται: νους υγιής εν σώματι υγιεί…!

Κατερίνα Λεβάκη,

Ψυχολόγος

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία

Διδάκτωρ Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Sayar K. Tıbben açıklanamayan belirtiler. Türk Psikiyatri Dergisi 2002; 13: 222-231.
  2. Spinhoven P, van der Does AJ. Somatization and somatosensory amplification in psychiatric outpatients: An explorative study. Compr Psychiatry 1997; 38:93-97.
  3. Müjgan Özen, Z. Nergis Aküzüm Serhadlı, A. Solmaz Türkcan, Gülten Erben Ülker Somatization in depression and anxiety disorders. The Journal of Psychiatry and Neurological Sciences 2010; 23:60-65
  4. Fabrega H Jr. The concept of somatization as a cultural and historical product of Western medicine. Psychosom Med 1990; 52:653-672.
  5. Jane M. Murphy, Richard R. Monson, Donald C. Olivier, Gwendolyn E. P. Zahner, Arthur M. Sobol, and Alexander H. Leighton A. Relations over Time between Psychiatric and Somatic Disorders: The Stirling County Study, American Journal of Epidemiology. 1992; 135(1): 95-105
  6. Χαλικιοπούλου–Μελισσά, Χρυσούλα. Ψυχολογία της υγείας. Ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη. 1990;36
  7. Αποστολοπούλου, Ε. (2013) Εναλλακτικές – Συμπληρωματικές Μέθοδοι Θεραπείας: τρέχουσες απόψεις των επαγγελματιών υγείας για εκπαίδευση. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής
  8. Παπαδημητρίου ΓΝ, Λιάππας ΙΑ, Λύκουρας Ε. Εφαρμογή του Βιοψυχοκοινωνικού Προτύπου στην Ψυχιατρική. Στο: Παπαδημητρίου ΓΝ, Λιάππας ΙΑ, Λύκουρας Ε (Επιμ. Έκδοσης) Σύγχρονη Ψυχιατρική. Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2013:41–46

Γιατί δεν καταφέρνω να κάνω μια ευτυχισμένη σχέση

By | Uncategorized | No Comments

Χωρίς τίτλο

Συνήθως όταν ρωτάμε κάποιον γιατί επέλεξε τον σύντροφό του παίρνουμε απαντήσεις που έχουν να κάνουν με την εξυπνάδα, το χιούμορ, την εμφάνιση κτλ. Με άλλα λόγια η επιλογή ενός συντρόφου συνδέεται συνειδητά με κάποια χαρακτηριστικά του άλλου που μας ελκύουν.

Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν μια τέτοια επλογή, οι οποίοι δεν είναι συνειδητοί και συνδέονται με βιώματα της παιδικής ηλικίας.

Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας , θετικά ή αρνητικά, θα επηρεάσουν τις επιλογές μας και τις σχέσεις μας με το άλλο φύλο, αντιστοίχως θετικά ή αρνητικά.Τα βιώματα αυτά αφορούν κυρίως στη σχέση με τους γονείς μας αλλά και με άλλα πρόσωπα που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας σε εκείνη τη φάση όπως δάσκαλοι ή συνομήλικοι.

Κάθε παιδί έχει κάποιες πυρηνικές ανάγκες όπως είναι η ασφαλής πρόσδεση με τους άλλους (δηλ. ανάγκη για ασφάλεια,σταθερότητα,προβλεψιμότητα,φροντίδα και αποδοχή), η αυτονομία και η αίσθηση ταυτότητας, η ελευθερία έκφρασης αναγκών και συναισθημάτων, ο αυθορμητισμός και το παιχνίδι, καθώς και η ύπαρξη ρεαλιστικών ορίων.

Τραυματικές εμπειρίες της παιδικης ηλικίας μπορούν να υποδαυλίσουν τις ανάγκες αυτές. Πιο αναλυτικά, η συναισθηματική απόσταση και ψυχρότητα των γονέων, η κακομεταχείριση και η απόρριψη αλλά και η υπερπροστασία και η ελλιπής οριοθέτηση του παιδιού αποτελούν ακατάλληλες αντιδράσεις που ματαιώνουν τις ανάγκες του παιδιού και τελικά δημιουργούν στο άτομο αρνητικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό του και τους άλλους. Αυτές οι πεποιθήσεις θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο το άτομο σκέφτεται, νιώθει, συμπεριφέρεται και σχετίζεται με τους άλλους. Τέτοιες πεποιθήσεις είναι βαθύτερες και σε μεγάλο βαθμό μη συνειδητές. Για παράδειγμα, ένα παιδί ως αποτέλεσμα αυτών των ματαιώσεων μπορεί να έχει την πεποίθηση ότι έιναι ελαττωματικό/ανεπιθύμητο/ανάξιο κτλ.

Το άτομο στην παιδική ηλικία θα αναπτύξει μία στρατηγική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα τραυματικά γεγονότα, μία στρατηγική που σε εκείνη την ηλικία αποτελεί υγιή μηχανισμό άμυνας. Στην πορεία όμως της ζωής η στρατηγική αυτή θα παγιδεύσει το άτομο και θα αποδειχθεί δυσλειτουργική γιατί δε θα του επιτρέψει να έρθει σε επαφή με τις ανάγκες του και να τις ικανοποιήσει.

Οι πιθανές δυσλειτουργικές στρατηγικές είναι τρεις : η υπεραναπλήρωση, η αποφυγή και η παράδοση.

Στο παράδειγμα της πεποίθησης «ελαττωματικότητας» που αναφέρθηκε παραπάνω, η στρατηγική υπεραναπλήρωσης θα μπορούσε να αφορά σε επένδυση του ατόμου στην καριέρα και στην επιτυχία, με αποτέλεσμα το άτομο να μην μπορέσει να δημιουργήσει στενές διαροσωπικές σχέσεις αφού δεν αφιερώνει χρόνο στην προσωπική του ζωή. Το αποτέλεσμα είναι ότι το άτομο έτσι συνεχίζει να πιστεύει ότι είναι ελαττωματικό και δεν καταφέρνει να νιώσει ευτυχισμένο. Επίσης είναι ευάλωτο σε κατάθλιψη, σε περίπτωση που υπάρξει κάποια ματαίωση στην επαγγελματική του ζωή.

Η αποφυγή στο ίδιο παράδειγμα με την πεποίθηση ελαττωματικότητας θα ήταν η έλλειψη πρωτοβουλιών και η αποφυγή προκλήσεων στον επαγγελματικό τομέα γιατί το άτομο νιώθει ότι δε θα τα καταφέρει και/ή η αποφυγή του ανοίγματος και του μοιράσματος των σκέψεων και των συναισθημάτων στον προσωπικό τομέα από φόβο απόρριψης των άλλων. Αυτή η στραηγική έχει και πάλι σαν αποτέλεσμα τη διατήρηση και ενίσχυση της πεποίθησης ελαττωματικότητας.

Τέλος η παράδοση στην πεποίθηση ελαττωματικότητας θα σήμαινε ότι το άτομο μπορεί να επιλέγει, χωρίς να το συνειδητοποιεί, συντρόφους που είναι απορριπτικοί και επικριτικοί σαν χαρακτήρες, γεγονός που πάλι ενισχύει την πεποίθηση ελαττωματικότητας.

Αν παρατηρούμε ότι κάποια πράγματα στην προσωπική μας ζωή επαναλαμβάνονται, αν θεωρούμε ότι συναντάμε όλο τους λάθος ανθρώπους, αν οι σχέσεις μας είναι δυσαρμονικές ή έχουμε δυσκολία να ξεκινήσουμε μια σχέση γιατί θεωρούμε ότι οι άλλοι δεν είναι αρκετά «καλοί» για μας, τότε καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε μήπως έχουμε κι εμείς οι ίδιοι κάποιο μερίδιο σ’αυτό. Ενας ειδικός ψυχικής υγείας μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα ασυνείδητα μοτίβα μας και να μας στηρίξει στην προσπάθεια μας να τα «σπάσουμε», με στόχο την εκπλήρωση των επιθυμιών μας και μια πιο υγιή διαπροσωπική ζωή.

Γεωργία Μαριακάκη, ΜSc

Κλινική Ψυχολόγος

Ειδίκευση στη Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Θεραπεία