Ο ρόλος της ψυχολογίας στη διακοπή καπνίσματος

By April 8, 2019Uncategorized

woman-1938429_1280

«Θέλω να κόψω το τσιγάρο γιατί γνωρίζω ότι επιβαρύνω την υγεία μου και ακόμα περισσότερο για την υγεία των παιδιών μου. Γνωρίζω για τις  επιπτώσεις που έχει το παθητικό κάπνισμα για τα παιδιά μου»

«Θέλω να το κόψω γιατί ο γιατρός επισήμανε ότι στη κατάστασή μου, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου»

«Θέλω να το κόψω γιατί τα έβαλα κάτω και υπολόγισα ότι δυο πακέτα την ημέρα, κοστίζουν 180 ευρώ το μήνα, 2160 ευρώ το χρόνο και 21.600 ευρώ τη δεκαετία !»

Το ότι το κάπνισμα έχει καταστροφικές συνέπειες για τον οργανισμό μας και για τους γύρω μας είναι κάτι ιατρικά τεκμηριωμένο.

Γιατί ωστόσο είναι για πολλούς τόσο δύσκολο να το κόψουν ;

Υπάρχουν πολλοί ψυχολογικοί παράγοντες, οι οποίοι έχουν προσδιοριστεί ότι έχουν στενή σχέση με τον εθισμό του τσιγάρου και με την προσπάθεια για διακοπή καπνίσματος. Συμπεριλαμβάνουν αισθήματα θλίψης, ζητήματα ταυτότητας και παλιές συνήθειες. Οι έξι ποιο κύριοι παράγοντες που οδηγούν στον εθισμό τόσο των ενηλίκων όσο και των ανηλίκων είναι :

  • Ο εκνευρισμός
  • Η χαλάρωση
  • Το «μοναχικό» κάπνισμα
  • Η ανάγκη και έτσι δραστηριότητα για συνοδεία
  • Η υποκατάσταση τροφίμων
  • «Κοινωνικό» κάπνισμα/ κοινωνική αυτοπεποίθηση

Είναι σημαντικό να τονίσουμε βέβαια ότι κανείς δεν έχει την επίκτητη ανάγκη για κάπνισμα, αντιθέτως είναι μια μαθημένη συμπεριφορά, μαθημένη αλληλουχία σκέψεων και πεποιθήσεων.

‘Μαθαίνω να μου αρέσει το κάπνισμα, μαθαίνω να αγνοώ την άσχημη μυρουδιά του και τη δυσαρέσκεια που μου προκάλεσε η πρώτη φορά που το έβαλα στο στόμα μου, εγώ ο ίδιος έμαθα να το συγχέω με τους παραπάνω παράγοντες την ίδια στιγμή που δε θα ήθελα με τίποτα τα παιδιά μου να καπνίζουν’.

Πληθώρα μηνυμάτων από τα μέσα, τα πρότυπα και τη κοινωνία. Τηλεόραση, διαφημίσεις, ταινίες, στερεότυπα που θέλουν τη μοιραία και χειραφετημένη γυναίκα με ένα σλιμ τσιγάρο στο χέρι, τον άντρα χορεύοντας ζεϊμπέκικο με  ένα τσιγάρο στο στόμα κ.ο.κ.

Γιατί όμως άλλοι καταφέρουν να το κόψουν και άλλοι όχι;

Τρεις πολύ σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν το ποσοστό επιτυχίας είναι το κίνητρο , το πόσο δηλαδή πραγματικά θέλει το άτομο να κόψει το κάπνισμα, η επιμονή και η εύρεση εναλλακτικών μεθόδων κάλυψης αναγκών. Χρειάζεται να αναρωτηθεί ο καπνιστής ή η καπνίστρια, ποιες ανάγκες καλύπτει το κάπνισμα και με ποιους υγιείς εναλλακτικούς τρόπους μπορούν να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες. Είναι απαραίτητο να καλυφθούν και για αποφυγή υποτροπής και για να μη δημιουργηθεί άλλος πιθανός εθισμός όπως η υπερφαγία.

Σε ποίο κομμάτι θα μπορούσε να παρέμβει ο ειδικός ψυχικής υγείας;

Έχει αποδειχτεί ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται και προσλαμβάνει πληροφορίες χρησιμοποιώντας δυο διαφορετικά συστήματα το ορθολογικό και το βιωματικό. Ενώ λοιπόν ένα άτομο μπορεί ορθολογικά να επιθυμεί να κόψει το κάπνισμα γνωρίζοντας όλες τις πιθανές επιπτώσεις, δεν αισθάνεται την «επιτακτική» ανάγκη να το κόψει οριστικά. Εδώ χρειάζεται και το βιωματικό κομμάτι, το οποίο χρησιμοποιούν οι ειδικοί ψυχικής υγείας για τη στήριξη διακοπής καπνίσματος.

Η ενδυνάμωση των κινήτρων του καπνιστή είναι το πρώτο που θα χρειαστεί να δουλέψει κάποιος μαζί με τον ειδικό. Για ποιους λόγους επιθυμεί να διακόψει το κάπνισμα, πώς φαντάζεται τη ζωή σε εύρος πενταετίας εάν διακόψει και πώς εάν συνεχίσει, ποια τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καπνίσματος και το πώς θα ήθελαν να ονειρεύονταν της ζωή τους χωρίς αυτό.

Μια από τις ποιο αποτελεσματικές μεθόδους στο σημείο της ενδυνάμωσης κινήτρου είναι η κλινική υπνοθεραπεία. Εδώ το άτομο εισέρχεται σε μια φάση χαλάρωσης και αποκτά με τη βοήθεια του θεραπευτή του την ικανότητα να διαχειρίζεται «θετικά» τη φαντασία του, σα μια μορφή θετικής υποβολής. Εδώ μπορεί να δει τον εαυτό του ως μη καπνιστή καθώς και τα θετικά της αποχής από το τσιγάρο.

Στη συνέχεια ή και παράλληλα με τη κλινική υπνοθεραπεία,  μια από τις ποιο ενδεδειγμένες μορφές ψυχοθεραπείας για τη διακοπή καπνίσματος είναι η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία.

Όσον αφορά το συμπεριφορικό κομμάτι της θεραπείας το άτομο  μαθαίνει να «αυτοπαρατηρεί» τον εαυτό του με τη χρήση ημερολογίου και να «αυτοενισχύεται» με ένα σχεδιασμό συστήματος αμοιβών.  Όσον αφορά το γνωσιακό κομμάτι , όπου γνωσία σημαίνει σκέψη, το άτομο μαθαίνει να αναγνωρίζει τις ανάγκες του μέσω της μορφής σκέψεων και στη συνέχεια , να τις τροποποιεί. Με αυτή τη μέθοδο το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται  και μια πιθανή υποτροπή, εστιάζοντας στο τι εναλλακτικές μεθόδους θα χρησιμοποιήσει την επόμενη φορά και στο τρόπο σκέψης (π.χ το οτι έκανα ένα τσιγάρο δε σημαίνει αποτυχία).

Για παράδειγμα  μέσω της αυτοπαρατήρησης μπορεί το άτομο να αναγνωρίσει ένα μοτίβο σκέψεων που δείχνουν τη σύνδεση τσιγάρο- χαλάρωση κάτι το οποίο προέρχεται συχνά από την απεγνωσμένη προσπάθεια, αποφυγής αγχωτικών καταστάσεων και αρνητικών συναισθημάτων. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν τεχνικές χαλάρωσης  και ασκήσεις ελέγχου με σκοπό την αποσύνδεση της αναπαράστασης του τσιγάρου και της χαλάρωσης. Εδώ βλέπουμε και το κομμάτι της αντικατάστασης που είναι σημαντικό. ‘Μαθαίνω να διαχειρίζομαι διαφορετικά το άγχος μου, καλύπτω την ανάγκη μου αλλά όχι με το τσιγάρο’.

Μπορεί λοιπόν η διακοπή καπνίσματος να μην είναι εύκολη υπόθεση αλλά το κάπνισμα δε παύει να είναι μια μαθημένη συμπεριφορά. Τα καλά νέα είναι ότι οτιδήποτε μαθαίνεται, ξε-μαθαίνεται!

Ουρανία Ζερικιώτη, ΜSc

Ψυχολόγος της Υγείας

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία

Leave a Reply