Μια “Φθινοπωρινή Σονάτα”… μέσα στην Άνοιξη!

By March 12, 2019Uncategorized

sonata

Μπορεί μια γυναίκα ‘τυχαία’ να γίνεται μητέρα;

Μπορεί μια μητέρα να αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον καινούριο της ρόλο;

Μπορεί να βάζει την καριέρα της πάνω από το παιδί της;

Μπορεί να βάζει τον εαυτό της πάνω από το παιδί της;

Μπορεί να ντρέπεται για το νοητικά ανάπηρο παιδί της;

Μπορεί να ντρέπεται για την άσχημη –στα δικά της μάτια- κόρη;

Μπορεί να μεταθέτει τον δικό της μητρικό ρόλο στη μεγαλύτερη κόρη;

Μπορεί, τελικά, να τρέφεται και να ζει μόνο από -και- για το χειροκρότημα των άλλων;

Όλα αυτά, και ακόμη περισσότερα, ερωτήματα γύρω από τη σχέση μητέρας και κόρης αναδύονται στην ταινία του Μπέργκμαν ‘‘Φθινοπωρινή Σονάτα’’.

Η επικείμενη επίσκεψη της μητέρας στο σπίτι της μεγάλης κόρης γίνεται η αφορμή να ξεκαθαρίσουν οι σχέσεις ετών και να ματώσουν ξανά οι πληγές της παιδικής ηλικίας.

Πόσο το χαμόγελο της κόρης και η ζεστή της αγκαλιά μπορούν να διαγράψουν το παρελθόν και να συγχωρήσουν τα αμαρτήματά του; Πόσο οι σημερινές επιλογές είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος, των κρυφών επιθυμιών και των ανεκπλήρωτων ονείρων; Πόσο η επιθυμία για μητρότητα έχει επηρεαστεί από τα προσωπικά βιώματα; Πόσο αντέχει κανείς να κουβαλά τη βασανιστική σιωπή της μητρικής αδιαφορίας;

Μέσα από τη ματιά του Μπέργκμαν έρχεται στο προσκήνιο ένα φλέγον θέμα: οι σχέσεις μητέρας – κόρης. Όσο και αν θεωρείται ευτυχές το γεγονός της γέννησης ενός παιδιού άλλο τόσο μπορεί να θεωρηθεί και φλέγον. Η αντίφαση που επικρατεί στη σχέση επιδεινώνεται μέσα από τα ‘διπλά’ μηνύματα που εκφράζονται με αποτέλεσμα την ύπαρξη συγκρούσεων, συνήθως πολλά χρόνια μετά, σε πολλαπλά επίπεδα.

-«Εύα με συμπαθείς;

-Είσαι η μητέρα μου.

-Το λες για να με αποφύγεις.

-Εσύ με συμπαθείς μητέρα;

-Εγώ σε αγαπώ. Θυμάσαι που διέκοψα την καριέρα μου για να μείνω σπίτι με τον μπαμπά σου;

-Οι πόνοι στην πλάτη σε εμπόδιζαν, μητέρα, να παίζεις καλά στο πιάνο… γι’ αυτό επέλεξες να μείνεις σπίτι. Είχες κακές κριτικές τις οποίες δεν άντεχες».

Ο παραπάνω διάλογος γίνεται η αφορμή να ξετυλιχτεί το κουβάρι των αναμνήσεων και να βγουν στην επιφάνεια όλες οι εικόνες που στοίχειωναν την ψυχή και το μυαλό. Η κόρη βρίσκει το θάρρος μετά από τόσα χρόνια να αφηγηθεί στη μητέρα όλες εκείνες τις στιγμές που μεγάλωνε μόνη, παρηγορώντας τον πατέρα για την απουσία της συζύγου του, και πολλές φορές παίρνοντας τη θέση της μητέρας, να φέρεται εκείνη σαν σύζυγος. Μέσα από έναν μονόλογο –χείμαρρο συναισθημάτων- βγαίνει η ένταση μιας ψυχής που έχοντας η ίδια αναλάβει το βάρος της οικογένειας δεν έζησε τα δικά της παιδικά χρόνια.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως μέσα από τον πόνο που έχει προκληθεί από την απουσία της μητέρας υπάρχει η εξιδανίκευσή της. Για την ‘ξεχασμένη’ οικογένεια η μητέρα είναι εκείνο το πρόσωπο που άλλο καλύτερο στον κόσμο δεν υπάρχει. Ο πόνος διαπερνά όλη τη συνομιλία. «Ήμουν η κούκλα που έπαιζες όταν προλάβαινες» αναφέρεται χαρακτηριστικά και η αίσθηση της αυταξίας σείεται. Τα δάκρυα της μητέρας δείχνουν να ανταποκρίνονται στην κατάθεση ψυχής της κόρης, αλλά φτάνουν άραγε να ξεπλύνουν τις χρόνιες πληγές;

Μέσα σε λίγες ώρες μάνα και κόρη παλεύουν να επαναπροσδιορίσουν ρόλους, σχέσεις, αξίες, εικόνες, συναισθήματα, κρυμμένες σκέψεις μέσα από λόγια που πονάνε. Μέσα από εικόνες που έχουν γίνει συμπεριφορές. Μέσα από συμπεριφορές που έχουν γίνει συνήθειες. Και μέσα από συνήθειες που έχουν σμιλέψει χαρακτήρες. Η κόρη προχωρά σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση την οποία αργότερα, όπως λέει, θα την κάνει να ντρέπεται. Η ανάγκη της όμως να κοινωνήσει το συναίσθημα τόσων χρόνων δεν την σταματά, αν και γνωρίζει ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες. Βρίσκει το θάρρος που δεν είχε μικρή να αντιμετωπίσει την ίδια της τη μητέρα, μιας και γι’ αυτήν ήταν το άπιαστο πρότυπο. Το τέλειο! Το ιδανικό που όμως την μάτωνε γεμίζοντάς την γρατζουνιές.

Η μητέρα, τυλιγμένη στους καπνούς των τσιγάρων προσπαθεί να εξηγήσει την αίσθηση της ματαιότητας από το επάγγελμά της, αλλά πάλι φτάνει να περιαυτολογεί. Η συνήθεια της καθημερινότητας και της επαγγελματικής προτεραιότητας την κάνουν να μην μπορεί να αισθανθεί τις βαθύτερες ανάγκες της κόρης της και ξαφνιάζεται όταν διαπιστώνει πως η κόρη της δεν ήταν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένη με ό,τι συνήθιζαν να κάνουν σαν οικογένεια. Απλά εκείνη είχε μάθει να κάνει ό,τι ευχαριστεί τη μητέρα της για να νιώθει πως έτσι έχει μια θέση στην καρδιά της. «Δεν  μπορούσα να αρνηθώ για να μη σε στενοχωρήσω» αναφέρει χαρακτηριστικά και ξεσπά σε λυγμούς. «Δεν τολμούσα να είμαι ο εαυτός μου….. γιατί δεν ήμουν αποδεκτή από σένα… γιατί εσύ δεν νοιάστηκες ποτές για κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό σου… γιατί είσαι συναισθηματικά ανάπηρη… γιατί είσαι, τελικά, κι εσύ πληγωμένη, μητέρα, και επιτίθεσαι σε καθετί ευαίσθητο… και όλα αυτά στο όνομα της αγάπης…». Η μητέρα λυγίζει και αναρωτιέται πώς είναι να ζει κανείς… πώς μπορεί να μην κυριεύεται από τον φόβο του ίδιου του του εαυτού. «Δεν θυμάμαι πρόσωπα…. Ούτε της μητέρας μου…. την βλέπω αλλά δεν την θυμάμαι, όπως κι εσάς… Δε θυμάμαι ούτε πώς είναι ο πόνος…».

Ποιος έχει πληγωθεί, τελικά, περισσότερο; Ποιανού ο πόνος είναι μεγαλύτερος, αν μπορεί κανείς να τον συγκρίνει;

Ο Μπέρκμαν κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να δείξει πόσο εύκολα μπορούν να διαταραχθούν οι σχέσεις και πόσο εξαρτήσιμες μπορούν να γίνουν κρεμάμενες από μια λεπτή κλωστή. Η σχέση αίματος δεν αρκεί για να διανθίσει την ίδια τη σχέση. Δεν αρκεί για να αναθέσει ρόλους, ευθύνες και να πλάσει συναισθήματα. Χρειάζεται χρόνος… χρειάζονται συνειδητές επιλογές ζωής ώστε το ‘προπατορικό’ αμάρτημα να πάψει να ταλαιπωρεί επόμενες γενιές και ‘η δυστυχία της μητέρας’ να πάψει να γίνεται ‘η δυστυχία της κόρης’.

Κατερίνα Λεβάκη

Ψυχολόγος

Ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική Θεραπεία

Διδάκτωρ Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης

Leave a Reply